- εξοφλώ
- και ξοφλώ, -άω και -έω (Μ ἐξοφλῶ, -έω)1. πληρώνω χρέος, αποδίδω ποσό που οφείλω σε κάποιον («εξοφλώ τα χρέη μου», «να εξοφλήσετε τον λογαριασμό»)2. ανταποδίδω υπηρεσία, εξυπηρέτηση κ.λπ.3. αποφυλακίζω, απελευθερώνωνεοελλ.1. διακόπτω τις δοσοληψίες με κάποιον ή παύω να ασχολούμαι με κάτι («ξόφλησα μαζί της», «ξόφλησα με την υπηρεσία»)2. απογοητεύω κάποιον3. εκπληρώνω μια προσδοκία4. καταστρέφω, ερημώνω5. φρ. «ξοφλώ με το κεφάλι μου» — πληρώνω με τη ζωή μου6. (μτχ. παθ. παρακμ.) ξοφλημένος, -η, -οκατεστραμμένος ή τελείως αποτυχημένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + οφλώ (μτγν. τ. τού οφλισκάνω «οφείλω»].
Dictionary of Greek. 2013.